- παρεκλέγω
- Α1. κρυφά συλλέγω ή εισπράττω προς ίδιον όφελος («εἶναί τινα καὶ κλέπτην καὶ παρεκλέγοντα τὰ κοινά», Δημοσθ.ιδιοποιείται, σφετερίζεται τα δημόσια χρήματα)2. (για πτηνά) συλλέγω τροφή εδώ κι εκεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκλέγω (Ι) «διαλέγω, ξεχωρίζω, συλλέγω»].
Dictionary of Greek. 2013.